- βαρελοποιός
- οο βαρελάς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαρελοποιός — ο βλ. βαρελάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βουτσάς — ο [βουτσί] αυτός που κατασκευάζει βουτσιά, ο βαρελοποιός … Dictionary of Greek
βαγενάς — ο ο βαρελοποιός, ο βαρελάς:Η τέχνη του βαγενά δεν υπάρχει πια! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βουτσάς — ο ο βαρελάς, ο βαρελοποιός, ο βαγενάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βυτιοποιός — ο ο κατασκευαστής βυτίων, ο βαρελοποιός, ο βαγενάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)